Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το χαμήλωμα

См. также в других словарях:

  • χαμήλωμα — ώματος, το, Ν [χαμηλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαμηλώνω, ελάττωση τού ύψους, τού ποσού ή τής έντασης 2. χαμηλή τοποθεσία …   Dictionary of Greek

  • χαμήλωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαμηλώνω. 2. χαμηλή τοποθεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …   Dictionary of Greek

  • αεροστατική — Κλάδος της φυσικής που μελετά τις μηχανικές ιδιότητες των αερίων, όταν βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας. Η α. ερευνά επίσης τις συνθήκες ισορροπίας των στερεών σωμάτων, που ηρεμούν στον αέρα, υπό την επίδραση του βάρους τους και της άνωσης που… …   Dictionary of Greek

  • κατέβασμα — το [κατεβάζω] 1. πορεία προς τα κάτω, κατάβαση, κάθοδος («στο κατέβασμα τού βουνού μάς βρήκε η μπόρα») 2. χαμήλωμα («το κατέβασμα τών βλεφάρων») 3. υποτίμηση, υποβιβασμός («το κατέβασμα τών τιμών ζωήρεψε το εμπόριο») 4. μτφ. χάσιμο εκτίμησης,… …   Dictionary of Greek

  • καταβίβαση — η (AM καταβίβασις) [καταβιβάζω] καταβιβασμός, κατέβασμα, χαμήλωμα αρχ. (ειδ.) η μεταφορά τού τόνου μιας λέξεως προς το τέλος, προς τη λήγουσα …   Dictionary of Greek

  • καταβιβασμός — ο (AM καταβιβασμός) [καταβιβάζω] 1. καταβίβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα, μείωση 2. φρ. γραμμ. «καταβιβασμός τόνου» το κατέβασμα τού τόνου προς το τέλος τής λέξεως, προς τη λήγουσα …   Dictionary of Greek

  • κατασπασμός — κατασπασμός, ὁ (Α) [κατασπώ] 1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω 2. έκκριση 3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα 4. (για δέντρα) συλλογή καρπών 5. μουσ. το χαμήλωμα τής έντασης τής φωνής ή τού ήχου 6. κατάπτωση, αθυμία …   Dictionary of Greek

  • σιγουράρισμα — το, Ν [σιγουραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουράρω, η επίτευξη ασφάλειας ή βεβαιότητας, σιγούρεμα 2. ναυτ. χαμήλωμα, χαλάρωμα τών πανιών ή των σχοινιών τού πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ταπείνωμα — το, ΝΜΑ [ταπεινῶ, ώνω] νεοελλ. μσν. ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη μσν. αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταπεινώνω, η ελάττωση ύψους, το χαμήλωμα 2. αστρολ. απόκλιση αστέρα, κυρίως, πλανήτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»